μέδιμνος

μέδιμνος
Μονάδα χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα, κυρίως σιτηρά. Θεσπίστηκε από τον Σόλωνα στην Αθήνα, ενώ υποδιαιρέσεις του ήταν ο τριτεύς (ένα τρίτο), ο εκτεύς (ένα έκτο), το ημίεκτο (ένα δωδέκατο), ο χοίνιξ (ένα τεσσαροκοστό όγδοο) και η κοτύλη (ένα εκατοστό ενενηκοστό δεύτερο). Ο μ. είχε χωρητικότητα δύο κυβικών ποδών, αντιστοιχώντας σε σημερινά 51,84 λίτρα. Τον 3o αι. π.Χ. θεσπίστηκε νέο μετρικό σύστημα και η χωρητικότητα του μ. αυξήθηκε σε 58,92 λίτρα. Οι υποδιαιρέσεις του παρέμειναν ίδιες με εξαίρεση την κοτύλη, που ορίστηκε στο 1/288 του μ. Στη Σπάρτη της κλασικής περιόδου ο μ. είχε χωρητικότητα 71-77 λίτρα.
* * *
μέδιμνος, ὁ και ιων. τ. μέδιμνος, ἡ (Α)
1. μέτρο χωρητικότητας στερεών και κυρίως τού σιταριού στην Αθήνα («ἡ δὲ ἀρτάβη μέτρον ἐὸν Περσικὸν χωρέει μεδίμνου Ἀττικοῡ πλέον χοίνιξι τρισὶ Ἀττικῇσι», Ηρόδ.)
2. (στην Κάτω Ιταλία) ο σωλήνας από όπου έτρεχε το νερό τής κρήνης, κρουνός («αὐλὸν χάλκεον ὃν ἐκάλουν οἱ ἐγχώριοι μέδιμνον», Διόδ. Σικ.)
3. φρ. «ὁ γὰρ νόμος... κωλύει παιδὶ μὴ ἐξεῑναι συμβάλλειν μηδὲ γυναικὶ πέρα μεδίμνου κριθῶν» — ο νόμος απαγορεύει να συνάπτουν τα παιδιά και οι γυναίκες συμβάσεις που υπερβαίνουν την αξία ενός μεδίμνου (Ισαίος)
4) παροιμ. «οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι» — κανένας άνδρας δεν είναι πλέον ανώτερος, αξιότερος, από μια γυναίκα (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέδιμνος ανάγεται σε θ. μεδ- (πρβλ. μέδω) και συνδέεται με λατ. modius «μέδιμνος», γοτθ. mitan «μετρώ», αγγλοσαξ. metan «μετρώ» (βλ. λ. μέδω). Η λ. εμφανίζει επίθημα -μνος, πιθ. < *-men (πρβλ. λί-μνη) ή < θ. *-mno- (πρβλ. βέλε-μνον, λατ. alumnus). Παραμένει ωστόσο ανερμήνευτο το -ι- τού τύπου. Η άποψη ότι έχει προέλθει με επένθεση από αμάρτυρο τ. *μεδμνjος θεωρείται αβέβαιη (πρβλ. λ. μέρ-ι-μνα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μέδιμνος — a medimnus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Медимн — (μέδιμνος) основная единица меры сыпучих тел в древней Греции. Более древний, эгинский М., заимствован вместе со всей системой мер и весов из Вавилонии, вероятно, через посредство Финикии и равнялся двум вавилоно финикийским ефам; его 6 я часть… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • μεδίμνοις — μέδιμνος a medimnus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεδίμνου — μέδιμνος a medimnus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεδίμνους — μέδιμνος a medimnus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεδίμνων — μέδιμνος a medimnus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεδίμνῳ — μέδιμνος a medimnus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέδιμνοι — μέδιμνος a medimnus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέδιμνον — μέδιμνος a medimnus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντακοσιομέδιμνος — ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι πεντακοσιομέδιμνοι (στην αρχαιότητα) ονομασία τής πρώτης από τις τάξεις τών Αθηναίων πολιτών, στις οποίες χώρισε τον πληθυσμό τής Αττικής ο Σόλων και στην οποία ανήκαν όσοι είχαν αγροτικό εισόδημα άνω τών 500 μεδίμνων από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”